της Αλεξάνδρας Αποστολίδου
Παρέλαση 28 Οκτωβρίου 1966
Από την πρώτη ακτίνα του ο ήλιος σήμερα έβαλε τα δυνατά του να λάμψει. Λες και ήθελε να απαλείψει όλη την αθλιότητα που, σαν τα ζιζάνια, φυτρώνει διάσπαρτα στη γη των ανθρώπων. Ίσως να μην είχε τη δύναμη να εξαγνίσει τους χώρους της καταστροφής, ούτε να εισχωρήσει στα καλώδια της τηλεόρασης μήπως και σβήσει από τις οθόνες την αναπαραγωγή των άθλιων εικόνων μέσα στα σκοτεινά σπίτια, μήπως και ξυπνήσει τους απολιθωμένους ανθρώπους που εισπράττουν αναντίρρητα ότι τους σερβίρουν.
Είχε όμως τη δύναμη να χαϊδέψει τα μάγουλα των παιδιών που ζούσαν μια από αυτές τις ιδιαίτερες ημέρες της σχολικής ηλικίας, την ημέρα της παρέλασης. Κι αν τα κοίταζες έβλεπες μέσα στα μάτια τους τον ήλιο να καθρεφτίζεται, την παιδική αγνότητα και κάτι άλλο απροσδιόριστο που ίσως να μην μπορούν να εκφράσουν με λόγια. Ίσως και οι γονείς τους να μην μπορούν να πουν τί είναι αυτό, καθώς οι ίδιοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μία εποχή ταχύτητας και θεωρητικής ευημερίας.
Τότε ; τι σημασία έχει αφού κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό, θα πει ο φουριόζος που θέλει να πάει γρήγορα στο «δια ταύτα». Έχει σημασία διότι αυτά τα παιδιά κάποτε μπορεί να κοιτάξουν μέσα τους, να το βρουν, να το ονομάσουν και να το κάνουν όχημα της ζωής τους.
Υπάρχουν όμως κάποιοι που το γνωρίζουν.
Αν είστε παρατηρητικοί μπορεί να τους δείτε ανάμεσα από τους θεατές, να σκουπίζουν διακριτικά ένα δάκρυ που τρέχει από το μάτι τους. Είναι τα παιδιά του μεταπολέμου, υπερήλικες πια.
Αυτοί θα μπορούσαν να μας πουν τί λένε τα μάτια των παιδιών. Επειδή αυτοί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον απόηχο του πολέμου.
Είναι αυτοί που σαν παιδιά στα χωριά έτρεχαν ολημερίς ξυπόλυτα – που λεφτά για παπούτσια!- με ένα ξεροκόμματο στο χέρι και δυο ελιές στην τσέπη. Ρούχο τριμμένο, πολυφορεμένο, παντελόνι από το παλιό σκισμένο του πατέρα και φουστάνι δανεικό από την ξαδέρφη που μεγάλωσε και δεν της κάνει πια. Ένα για το καλοκαίρι κι ένα για τον χειμώνα κι αυτό ήταν όλο.
Και στη Αθήνα όντας λίγο καλύτερα, αλλά πάλι περιορισμένα, έφτιαχναν μόνα τους χειροποίητα παιχνίδια, από ότι περίσσευε, ξυλαράκια, κουρελάκια, παράταιρα κουμπιά και κομματάκια από γυαλί.
Κι όμως τα πρόσωπά τους έλαμπαν κι ήταν σαν να μην πεινούσαν και να μην κρύωναν ποτέ. Λες και τρέφονταν από την ορμή των γονιών τους, που είχαν βαλθεί να τακτοποιήσουν ξανά τη ζωή τους, να κάνουν τα χωράφια να ανθίσουν, να στήνουν τα νοικοκυριά, τα εργαστήρια, τα εμπορικά τους.
Ήταν όμως και κάτι άλλο που έτρεφε όλους, ήταν το ότι η ελπίδα για την ελευθερία είχε γίνει πια πραγματικότητα. Ένοιωθαν κάτι σαν ένα απροσδιόριστο άρωμα που τους έλουζε όλους, έμπαινε στα σωθικά τους, έμενε εκεί κι απλωνόταν σαν γαλήνια λίμνη.
Όχι ότι ήταν εύκολα τα πράγματα, ούτε ότι δεν είχαν φόβους, ανησυχίες ή και τσακωμούς. Ήταν όμως αυτή η ορμή κι αυτό το άρωμα που δεν τους άφηνε να λυγίσουν, να πέσουν κάτω. Ανορθώνονταν ανασκουμπώνονταν και συνέχιζαν τον αγώνα της ζωής.
Και τώρα πια τα παιδιά του μεταπολέμου, κουβαλώντας στην πλάτη τους ένα σακούλι γεμάτο εμπειρίες αναρωτιόνται : πότε ξεκίνησε αυτό το άρωμα;
Στρέφουν το βλέμμα πίσω στην αρχή της ζωής τους και ψάχνουν στις μνήμες τους, τ’ ακούσματα από τις κουβέντες και τις εξιστορήσεις των μεγάλων κι αυτές ζωντανεύουν. Κι οι στιγμές εκείνες που δεν είδαν τα μάτια τους -καθώς δεν είχαν ακόμη γεννηθεί αλλά ήταν πολύ νωπές στη μνήμη των γονιών τους- περνούν μπρος στα μάτια τους σαν κινηματογραφική ταινία.
Και τότε καταλαβαίνουν ότι αυτό το άρωμα δεν γεννήθηκε την ημέρα της ανάκτησης της ελευθερίας. Άρχισε να ζυμώνεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων τότε που τα σύννεφα του πολέμου είχαν αρχίσει να ζώνουν τη χώρα. Και αναδύθηκε από μέσα τους εκείνη την ημέρα που ύψωσαν το ανάστημά τους ενάντια στην επίθεση και στην έξωθεν προσπάθεια για αλλοτρίωση της ελευθερίας και της ύπαρξής τους. Κι από τότε παρέμεινε ζωντανό μέχρι την ώρα της ελευθερίας. Το γιατί και το πως δεν το αναρωτιόνταν.
Ήταν όμως και κάτι άλλο που ένοιωθαν, κάτι σαν ένα ρεύμα που έρχεται από τον ουρανό ψηλά. Και τότε ένοιωθαν την ελπίδα να φουντώνει και να γίνεται προσάναμμα για την ελευθερία που φούντωνε μέσα τους.
Και τότε λες ότι δεν υπήρχαν οι κατακτητές, οι δεσμώτες. Ένοιωθαν ελεύθεροι, όχι μόνο τις στιγμές που έκαναν τον κρυφό κλεφτοπόλεμο, ούτε όταν με τα καράβια πολεμούσαν στην ελεύθερη θάλασσα . Ήταν και κάποιες άλλες στιγμές, εκείνες τις μικρές στιγμές στην καθημερινότητα, που εκείνοι δεν τις θεωρούσαν σπουδαίες, ήταν όμως γεμάτες θάρρος ελπίδα και ελευθερία.
Ήταν οι στιγμές που οι νέοι τραγουδούσαν και χόρευαν, σαν να υμνούσαν τη ζωή. Όταν πηδούσαν από τις μάντρες για να συναντηθούν νύχτα, παρά την απαγόρευση, όταν έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, όταν κυκλοφορούσαν κρυφά μηνύματα κι ένα σωρό άλλα.
Και δεν ήταν μόνο αυτοί που γράφει η ιστορία, ήταν κι άλλοι πολλοί, πάρα πολλοί που κανείς δεν το γνωρίζει. Ίσως μόνο λίγα μέλη της οικογένειάς τους. Σαν αυτό που γινόταν σε ένα χωριό στα ορεινά της Πελοποννήσου, όπου οι κάτοικοι όταν συναντούσαν Ιταλό στρατιώτη έλεγαν morto Mussolini . Κι εκείνος απαντούσε με χαμηλωμένη φωνή : Ναι, ναι, αλλά μην το ακούσει ο Colonello !
Όλα αυτά τα επιφανειακά μικρά, αλλά μεγάλα στην αλήθεια τους, ήταν σαν πολλά μικρά βραχάκια, που σφηνωμένα στη γη ενάντια στο ρεύμα της καταστροφής έφτιαξαν τότε τη γέφυρα για να περάσουν οι άνθρωποι στην αντίπερα όχθη της ελευθερίας.
Κι έτσι ήταν που το άρωμα της ελευθερίας ζυμωμένο με τη ελπίδα ξεχύθηκε στη χώρα την ώρα της απελευθέρωσης. Ήταν κάτι ζωντανό που ποτέ δεν πέθανε, επειδή βρήκε ασφαλή χώρο μέσα στη σκέψη τους και στην καρδιά τους. Είναι εκείνο το μέρος που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και κανείς κατακτητής δεν μπορεί να προσεγγίσει.
Για αυτό κανείς δεν μπορεί να του κλέψει την ελπίδα, την πίστη και την ελευθερία παρά μόνο αν ο ίδιος του ανοίξει την πόρτα του και του τα παραδώσει.
Κι εμείς λοιπόν σήμερα, ας στρέψουμε το βλέμμα μας στα μάτια των παιδιών κι ας ανασκουμπωθούμε για να φτιάξουμε πολλά τέτοια μικρά βραχάκια ελευθερίας, πίστης και ελπίδας για να φτιάξουμε τη γέφυρα που χρειάζονται τα παιδιά και τα εγγόνια μας , τα παιδιά όλου του κόσμου για να περάσουν στην αντίπερα όχθη, εκεί που ο Ήλιος θα ανατείλει ξανά.
28 Οκτωβρίου 2023