της Μαρίνας Κουρμπέλα
Έψαχνε να βρει. Ίσως από αμηχανία. Από αδυναμία να διαχειριστεί τη θλίψη.
Τηλεφωνούσε εδώ και εκεί.
Μήπως ήταν κάποιος, συγγενής σας η γνωστός στο τρένο;
Πιο πέρα δεν πήγαινε.
Μόνο για τρένο μιλούσε.
Τον τόπο που σταμάτησαν για πάντα τρένο και άνθρωποι, δεν τον ανέφερε.
Οχι! Έως εκεί άντεχε.
Γέμιζαν τα μάτια δάκρυα, καθώς διάβαζε ή έβλεπε εικόνες, ή σκεπτόταν.
Ένοιωθε πως ήταν εκεί.
Γύριζε γύρω από συντρίμμια, και από ό,τι άφησε η φωτιά.
Γύρω από τα μέρη που λίγο πριν, ήταν όσοι έφυγαν.
Λες και ήθελε να τους πει, πόσο λυπάται.
Για τη μεγάλη θλίψη που νοιώθει.
Να τους ζητήσει να συγχωρέσουν το ότι δε μπόρεσε να κάνει κάτι. Κάτι, πριν σταματήσει το τρένο της καταστροφής.
Ένοιωθε, πως έφταιγε.
Έφταιγε για την αναμπορεσιά
Δε βόηθησε.
Δε μπόρεσε να βοηθήσει.
Κάπου πιο πέρα. Λίγο πιο πέρα από το μέρος εκείνο, στάθηκε.
Υπόσχομαι, είπε.
Κοίταξε προς τον Ουρανό. Λες και την άκουγαν.
Υπόσχομαι να διώχνω την αναμπορεσιά.
Από εκεί που είμαι.
Μαζί με όσους κοπιάζουν για τρένα ζωής
Κάποιος που πέρασε δίπλα, την άκουσε να μιλάει και ρώτησε.
Είχατε κάποιον γνωστό ή συγγενή από αυτούς που δεν επέζησαν;
Ναι, είχα.
Τί, συγγενή; Γνωστό;
Ναι!
Ήταν όλοι συνάνθρωποί μου.
https://pelazkarabo.blogspot.com/2023/03/1.html