της Μαρίνας Κουρμπέλα
– “Σας παρακαλώ, θα ήθελα να νοικιάσω έναν Αγαποδότη!”
-“Εσείς;” Ρώτησε με απορία η υπάλληλος, παρατηρώντας τον κομψό, νεαρό κύριο που στεκόταν μπροστά της.
-“Ναι. Τον χρειάζομαι για τη Μητέρα μου. Εγώ, δηλαδή εμείς, η Γυναίκα μου και εγώ δε χρειαζόμαστε, ακόμη. Όσο τα εγγονάκια είναι μικρά, είμαστε καλά. Παιχνίδια, αγκαλίτσες κατουράκια, πάνες, χαμός. Παππούς εγώ, Γιαγιά η Γυναίκα μου, με τα ενδιαφέροντά μας ζωντανά, και στη σκέψη της, ακόμη, όταν δεν είμαστε μαζί, λαχταράω. Όπως, όταν πρωτογνωριστήκαμε”.
-“Μακάρι να μη χρειαστείτε ποτέ. εσείς, Άλλωστε, αν χρειαστείτε μετά από χρόνια, όσα χρόνια, οι τιμές θα έχουν φτάσει στα ύψη. Ο νόμος της αγοράς, βλέπετε. Τα αφεντικά βλέπουν τους Αγαποδότες να μειώνονται και η ζήτησή τους να μεγαλώνει και δε χάνουν την ευκαιρία. Δίνουν και κάτι παραπάνω στους Αγαποδότες, που ποτέ δε ζητάνε, και κάτι ψίχουλα και σε μας.
Τώρα εσείς. Η Μητέρα σας είναι στο κρεββάτι, ή σηκώνεται;”
-“Είναι μια χαρά από σωματική υγεία. Αλλά τί να σας πω! Κάθε φορά, ενώ μου ζητάει δυό και τρείς φορές στο τηλέφωνο, να με δεί, μόλις με αντικρύσει βουρκώνει. Τα μάτια της μεγαλώνουν και το βλέμμα της, ίδια,η εικόνα της θλίψης . Λες και ξέχασε το χαμόγελο. Πάει.
Τι θέλεις Μανούλα να σου φέρω;
–Τίποτα παιδάκι μου. Εσείς να είσαστε καλά.
–Θέλεις να μείνεις μαζί μας, ή να μένεις, κάθε τόσο, μαζί με τη Μαριγώ;
-Όχι παιδάκι μου. Καλά είμαι. Είναι ωραίο το σπιτάκι μας.
Κάθε φορά τα ίδια.Και κάθε φορά ζητάει να της φέρει η Μαριγώ μια κουβέρτα. Χειμώνα, καλοκαίρι
-Η Μαριγώ τί είναι, αδελφή σας;
– Όχι. Είναι η γυναίκα που την προσέχει, καλού κακού.
-Και ο Αγαποδότης ;
-Τον χρειάζεται και η Μαριγώ. Αυτή μου έδωσε την ιδέα. Μια άλλη κυρία της είπε ότι ο Αγαποδότης βοηθάει πολύ.
Πήγα και τη βρήκα.Τους βρήκα, ήθελα να πω. Χαρά και πανηγύρια . Η Γιαγιά διάβαζε δυνατά από ένα βιβλίο, ο Αγαποδότης τη διόρθωνε, κάθε τόσο, και η Καλλιόπη,η γυναίκα που κάνει παρέα στη Γιαγιά έφτιαχνε καφέ για τους τρεις. Γέλια, πειράγματα.Λες και ήταν όλοι μια οικογένεια. “
– “Ξέρω, ξέρω. Για αυτό είναι περιζήτητοι. Περνάνε οι δυό μήνες, που,συνήθιως, τους νοικιάζουν, και μετά θέλον να του νοικιάσουν για ένα χρόνο.”
“-Έμεινα, περίπου δυό ώρες. Το μεσημέρι καθάρισα μαζί τους σέληνο που έφτιαξαν μαγειρευτό. Πλύναμε τα βάζα για τα λουλούδια. Βρήκαμε στην Τηλεόραση μια εκπομπή για το τί καλό γίνεται στην Ελλάδα από αγρότες, επιστήμονες, εμπόρους και τέτοια. Χρήσιμα, καλά και πολλά.
Όταν έφυγα είμαστε φίλοι. Δεν κατάλαβα, τί ακριβώς είχε γίνει και ήμουν, έτσι χαρούμενος Αλλά ούτε ήθελα να ψάξω την αιτία.. Ένοιωθα ελαφρύς. Όπως ένοιωθα στα παιδικά μου χρόνια.. Τα είπα στη Γυναίκα μου και συμφωνήσαμε να νοικιάσουμε έναν Αγαποδότη για μισό χρόνο, και βλέπουμε.”
-“Θέλετε να είναι ο Αγαποδότης άντρας, η γυναίκα;”
-“Όπως εσείς προτείνετε για τη Μητέρα μου. Ας κλείσουμε τώρα που ήρθα, να πληρώσω κιόλας, και να να ρωτήσω την ίδια τί θα ήθελε. Χρειάζεται, άλλωστε να της μιλήσω για το θέμα. Για την Παρέα. Έχω και στήριγμα τη Μαριγώ που είχε την ιδέα, και όλα θα πάνε καλά. Θα σας ενημερώσω άμεσα. Το σπίτι, που μένει η Μητέρα μου, είναι μεγάλο. Δε χρειάζεται να γίνουν διαρρυθμίσεις. Θα έχει τον δικό του, άνετο χώρο ο Αγαποδότης.
-“Ωραία. Θα υπογράψουμε το συμφωνητικό ενοικίασης,με δυνατότητα δίμηνης παράτασης του χρόνου που ζητήσατε.”
-“Ναι. Αλλά πριν φύγω, σας παρακαλώ να μου πείτε, με την εμπειρία που έχετε, τί έχουν οι Αγαποδότες και βοηθάει τόσο πολύ τους ανθρώπους, που κάνουν παρέα.”
-“Μου λένε, πώς όταν τους κοιτάζουν οι Αγαποδότες, αμέσως χαμογελάνε. Το καλοκαίρι νοιώθουν μια πολύ γλυκιά δροσιά, και το χειμώνα μια όμορφη ζεστασιά.”
από το μπλογκ pelazkarabo.Blogspot.com