του Γ.Καγκουρίδη
Ο μπάρμπα Σπύρος μόνος του έζιουνε. Μακριά από το κόσμο. Τί ο κόσμος θέλει κόσμο κι ο μπάρμπα Σπύρος δεν ήτο κόσμος. Μονόχνοτος, αδικημένος από τη φύση, σώματι και πνεύματι, μια ζωή απόξω ήτανε και στην απόξω τον είχανε. Με τσι πέτρες και με τσι προβατίνες εμίλουνε. Και με τον Αρχάγγελο που υπηρέτουνε. Αυτός τον ορμήνευε.
Εις το βουνό ψηλά εκεί είν’ εκκλησιά ερημική. Το σήμαντρό της δε χτυπά, δεν έχει ψάρτη ουδέ παπά.
Και πώς να χτυπήσει σήμαντρο αφού δεν έχει;
Ο μπάρμπα Σπύρος μάζωξε μαργαρίτες κίτρινες, σπάρτα και πασχαγιές και τάκαμε όλα ένα μάτσο. Τάβαλε μέσα, Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι. Εστόλισε τα Πάθη Του. Έψαλλε από μέσα του το Αι Γεννεαί αι Πάσαι. Κερί δεν είχε ν’ ανάψει. Άναψε τη ψυχή του.
Το ίδιο είναι, εσκέφτηκε.
Μεγάλο Σαββάτο βράδυ άνοιξε. Άναψε τρεις λαδοφωτιές. Να φωτίσει την Ανάστασή Του.
Στο Ιερό έφεγγε πάντα το καντήλι. Το φρόντιζε, δε τ’ άφηνε να σβήσει. Κάθε μέρα του΄βανε λάδι.
Πάλε αυτός θε νάψερνε το Χριστός Ανέστη; Χωρίς παπά; Μοναχός του;
Άναψε λιβάνι. Εσκοτίστηκε. Εζαλίστηκε. Έγυρε στο πάτωμα. Στασίδι δεν είχε. Τόνε πήρε.
Στην Ωραία Πύλη εβγήκε ο καλόγερος με το κεφάλι στη μπάντα.
– Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας…
– Μπάρμπα Σπύρο;
– Έλα, μπάρμπα Σπύρο…
– Τι κάνεις εδώ;
– Ανάσταση!
– Εδώ;
– Και πού αλλού;
– Άφηκες τη Χώρα;
– Και δω Χώρα μου είναι. Και παντού.
– Προσκυνώ.
– Εγώ προσκυνώ.