του Γιώργου Καγκουρίδη
Του Ευαγγελισμού εγεννήθη ο Βαγγέλης. Σε μια κούτα όξω από το Νισοκομείο. Μόνη της τόνε γέννησε η μάνα του. Μόνη της έκοψε το λώρο. Άκουσε τσι φωνές ο φύλακας και την επήρε μέσα.
– Γιατί δε μιλούσες, ορή κοπέλα… Θα πέθαινες το ξέρεις;
– Το παιδί…
– Τσώπα, θα σας επάρω μέσα.
Αυτήνε τήνε πήρανε στο Παθολογικό. Είχε ακατάσχετη αιμορραγία. Το Βαγγέλη στη θερμοκοιτίδα. Εκεί τόνε βρήκανε οι Μοίρες να τόνε μοιράνουνε. Ύφανε η Κλωθώ και τράβουνε τη κλωστή η Λάχεσις. Η Άτροπος δεν ήρθε. Νύχτα ώρα εκοιμόντανε.
Το ξημέρωμα βρήκε το Βαγγελάκη ορφανό κι από μάνα. Στα ιδρύματα εμεγάλωσε. Ανάμεσα σ’ άλλα Βαγγελόπουλα. Τόνε ζήτησε για υιοθεσία έν’ αντρόγυνο αλλά σκόνταψε στη γραφειοκρατία και δε τσου τόνε δώκανε. Η Κλωθώ έφταιγε. Εξεπέρασε λα περ λα τη μοίρα του και δεν προέβλεψε τα περί υιοθεσίας. Κι η Λάχεσις εβιαόντανε και τράβαγε τη κλωστή γλήγορα και παρά λίγο να τήνε κόψει.
– Μη τραβάς έτσι μωρή. Θα τήνε κόψεις.
– Εγώ; Ας ερχόντανε η Άτροπος να νετάραμε με τούτο δω.
Μια νισοκόμα τούδωκε το όνομα.
– Του Βαγγελισμού δεν εγεννήθηκε; Βαγγέλη θα τόνε βγάλουμε.
Ο Βαγγέλης τόσκασε από το Ορφανοτροφείο. Παιδί του δρόμου. Στο δρόμο έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Ξέρει ο δρόμος, τα πάντα όλα ξέρει ο δρόμος. Άνευ ταυτότητος και λοιπών πιστοποιητικών. Έκλεβε, συνελήφθη.
– Είσαι ο και λέγεσαι.
– Βαγγέλης.
– Το άλλο σου.
– Δεν έχω άλλο.
Εψάξανε. Ερωτήσανε. Ποίος ήτο;
– Πατρός αγνώστου. Η μάνα σου Πετροπούλου. Αποβιώσασα. Ευάγγελος Πετρόπουλος ονομάζεσαι.
– Μάλιστα.
– Γιατί κλέβεις;
– Για να ζήσω.
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα, λέει ο ποιητής. Τη τύφλα του μέσα κι ο ποιητής. Εδώ για μια τυρόπιτα μιλάμε. Που σου βουλώνει τη μύτη και θέλεις κι εσύ να τήνε λικάσεις.
Στο Σωφρονιστικόν εν Κερκύρα Κατάστημα και εις το Εργαστήριον Πληροφορικής ο Βαγγέλης έγραψε όταν του εζητήθη. Αντιγράφω.
«MAXHTHΣ ΣΕ ΔΥΟ ΠΕΔΙΑ.
Η ζωή στο περιθώριο είναι δύσκολη αλλά είναι ταυτόχρονα και τέχνη.
Είμαι ένας από αυτούς που για πάνω από 40 χρόνια περνώ τα σύνορα μεταξύ περιθωρίου και κοινωνίας. Οι λόγοι που ακροβατώ σε αυτό το τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στους δύο κόσμους πάνε πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν. Τα παιδιά, όπως και τα λυκόπουλα, είναι ενστικτωδώς περίεργα για όλα γύρω τους. Πολλοί από τους μεγάλους δεν βρίσκουν τον τρόπο και την υπομονή να διαχειριστούν αυτή την φυσιολογική συμπεριφορά των παιδιών. Έτσι εφαρμόζουν τον φόβο, την βία και την ανασφάλεια σ’ αυτά τα αγνά και τρυφερά πλάσματα. Αυτά τα συναισθήματα δημιουργούν έντονο θυμό, καχυποψία, και ανασφάλεια στον εξερευνητικό τους χαρακτήρα. Ένας ακροβάτης για να μάθει να περάσει το σχοινί θα πέσει άπειρες φορές, αλλά δεν πρέπει να έχει ανασφάλεια και φόβο για να γίνει καλός ακροβάτης της Ζωής.
Το περιθώριο δεν ήταν επιλογή μου αλλά υπαρξιακή ανάγκη. Όταν από μικρός μεγαλώσεις σε ασταθές οικογενειακό περιβάλλον πηδάς τον τοίχο προς το άγνωστο. Όταν δεν ενδιαφέρεσαι για τα παιδιά θα τα πάρει κάτι άλλο, η ανάγκη του ν’ ανήκουν κάπου. Τότε τα δέχεται το περιθώριο, τα ναρκωτικά και η παραβατικότητα. Στο περιθώριο δένεσαι αμέσως με άτομα που συνήθως έχουν τα ίδια βιώματα, είσαι σε μία καινούργια αγέλη εξόριστων Λύκων. Ξεκινάς ομαδικά να κάνεις επιδρομές, πρέπει να τρέφεσαι, να έχεις ρούχα, παίρνεις ναρκωτικά να ξεχνάς τον θυμό, τον πόνο, γίνεσαι κλέφτης χωρίς να το συνειδητοποιείς ότι είναι κακό. Αυτομάτως γίνεσαι εχθρός της κοινωνίας. Τελικά βρίσκεσαι σε δύο εμπόλεμες ζώνες και είσαι μόλις δώδεκα ετών. Κάποια στιγμή θα βρεθείς αντιμέτωπος με τον νόμο και σε κλειδώνουν στις αποθήκες της ντροπής της κοινωνίας. Ο θυμός σου αυξάνεται. Το μυαλό σου κάνει σχέδια πως θα πηδήξεις τον τοίχο, να βρεθείς πάλι εκεί που ανήκεις».
Βαγγέλης, 11/5/23, Εργαστήριο πληροφορικής, Σχολείο Φυλακών Κέρκυρας.
Καλημέρα Βαγγέλη. Καλή σου μέρα.
Μεγάλος δάσκαλος είσαι. Να δίδασκες ήπρεπε στσι αγέλες των λύκων. Όχι σ’ αυτές που μεγάλωσες, στσι άλλες, στσι δικές μας, των ταγών νομοταγών. Μη και καταλάβουμε τι γίνεται δίπλα μας και ξεσκοτίσουμε.
ΥΓ.: Για τσι δικές μου σάρτσες και κουταμάρες, ταπεινά συγγνώμη Βαγγέλη. Την Άτροπο μη τήνε περιμένεις. Θ’ αργήσει. Κοιμάτ’ ακόμα.