του Γιώργου Καγκουρίδη

Αμυγδαλόψυχα μεσ’ το τούλι με ζάχαρη, του εδίνανε να τσουτσαίρνει μέχρι να βγάλει δόντια. Και γάλα από το βυζί τση μάνας του. Σα το τσαντσαμίνι τον είχανε. Αυτές μια ρόμπα αλλά το παιδί απ’ όλα είχε. Και τα τσιπουνάκια του είχε και τσι πάνες του είχε, που τσι λέρωνε τ’ αφιλότιμο και τσι μπαμπακώνανε στα ζεστά τα νερά με δάφνη και λεβάντα, να τσου τσι ξαναβάλουνε κάτασπρες ωσάν το λεμονανθό του άντρα τους, να μη πιάκουνε δροτσίλα τα κωλομεράκια του, τση αγάπης τους τση γλυκειάς. Κουνάργια!
– Τι να του δώκουμε του παιδιού μητέρα; Δε πρέπει ν’ αρχινήσει να τρώει;
– Ρυζόνερο.
– Έχουμε ρύζι;
– Θα πάω να φέρω.
– Έχεις λεφτά;
– Έχω φυλαμένα.
Πάντα εφύλαε, νάχει. Κάτι κόκκινα δεκάρικα και τάβανε στο κασετί το μικρό τση μεγάλης τση κασέλας. Τση μαύρης. Μαζί με τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που τάχανε πάρει υποχρεωτικά, τότες που εδώκανε το χρυσάφι τους, για να μπούνε στη κλήρωση για το σπίτι.
Εούτη η κασέλα είχε όλο το θησαυρό τση νόνας. Κεντήματα, έργα τέχνης. Κοφτά, με δυχτιόνημα, με το βελονάκι, με τα κοπανέγια, απ’ όλα είχε. Αυτά τάχε πάνου, πάνου στη κασέλα. Από κάτου είχε τη ντουαλέτα. Και στο πάτο τσι κουβέρτες τσι καλοκαιρνές όλες με το βελονάκι.
Την ατλαζένια τη ντουαλέτα τση είχε, που δε την αφήνανε να τήνε πάρει τότες που εφύγανε, αλλά αυτή την επήρε. Θα τυλίξω τα χαρκώματα τσούπε κι έτσι την αφήκανε να τήνε πάρει. Και την έφερε. Δεν την έβαλε ποτές τση εδώ. Την είχε όμως και την έβλεπε. Τήνε κοίταε και τήνε χάϊδευε. Τση την είχε φέρει από το Πεδεμόντιο ο Νταντίνος τση. Εκράτουνε και την απόδειξη. Ωραίο ατλάζι. Άμα το κούναγες άλλοτε τόβλεπες βυσσινένιο κι άλλοτε πιο σκούρο. Κι απάνου της με τη χρυσή τη κολάνα και το πεντόλιρο τση εστόλιζε το πέτο. Όλη η Θεοδώρα ήτανε. Αρχοντογυναίκα. Περασμένα μεγαλεία. Η φωτογραφία τσήμεινε τότες που επήγανε οικογενειακώς να τήνε βγάλουνε. Αυτή με το μιτσό της στα χέργια, η γιαγιά η Κυργιακίτσα, ο πάππους ο Γιάννης, ο Νταντίνος ο άντρας τση, ο Πέτρος, ο Γιώργης, η Ζωή κι ο Κώτσος, ο μικρότερος. Ωραία φωτογραφία, στο στούντιο με τσ’ ανθοστήλες. Από πίσω, στο μουσαμά, εφαινόντανε η Αγιά Σοφιά και τα πέριξ. Είχε ο μπάρμπα Γιάννης εμπόριο ξυλείας κι έπιπλα από την Οδησσό. Και τσου πήρε να βγάλουνε τη φωτογραφία. Δε βγάναν’ όλοι. Μόνο όσοι είχανε. Τήνε κορνιζάρισε. Κάθε μέρα τήνε κοίταε. Σα νάτανε ‘κόνισμα.
– Βλέπεις Βασιλούδα…, ετότες εις τη Πατρίδα…
– Το ρύζι να πάρουμε. Εούτο πεινάει.
– Ρύζι, ρύζι θα του δώκουμε. Πάω να φέρω.
Ακριβό το ρύζι. Σα φάρμακο το πουλούσανε και μετά τη Κατοχή. Κοντραμπάδο από την Αρβανία ερχόντανε το πιγιότερο. Έβγανε κι η Αχαράβη κι ο Αρμυρός. Είχαν’ εκεί καλλιέργεια. Από τσου Βενετσιάνους ακόμα. Εκλείσανε με άμμο τη θάλασσα και τα νερά από τον Άη Μαρτίνο επλημμυρίζανε τα χαμηλά κι εκεί εβάνανε το ρύζι. Στο πάτο τση Παγιαυλής είχανε βάλει μύλο ν’ αλέθει το ρύζι. Αλλά μετά ερριπίστηκε ο μύλος και τ’ αλέθανε το ρύζι στη μηχανή του Σαούλη, παραδίπλα στη θάλασσα. Αλλά λίγο. Δεν εφτάνε. Κι άμα κάτι δε φτάνει είν’ ακριβό. Γι αυτό κι ο Ατρόμητος έβανε το κεφάλι του στο ντουρβά κι έφερνε από τσ’ Άης Σαράντες ρύζι.
Εγύρισε. Η άλλη είχε βάλει τη πινιάτα πάνου στο φουρνέλο, να ζεστάνει το νερό. Ερρίξανε το ρύζι. Επήρε βράση.
– Να του βάλ’ αλάτι;
– Όχι, του παιδιού να μαθαίνει στ’ αλάτι. Δε κάνει. Το ρυζόνερο θα του δώκεις. Λίγο, λίγο, και να το φυσάς να κρυώνει. Μη το κάψεις.
– Λεϊμόνι να βάλω;
– Όχι προς Θεού. Ξινό στο παιδί; Κάτσε να φάει αυτό και μετά βάλε κι άλλο νερό κι αλάτι και λεϊμόνι να φάμ’ εμείς όταν έρθουνε. Είν’ ωραίος ο λαπάς. Υγιεινός. Καθαρίζει το σκώτι.
Το γλουπάρησε ο μιτσός το ρυζόνερο. Πολύ του άρεσε. Άνοιγε ένα στόμα να!
– Σώνει, ψυχή μου, θα φας κι εμένανε. Περίμενε…, όλο δικό σου είναι…, αφήνει η μάμα να σου το φάει άλλος; Μη κάνεις έτσι…, εσύ θα ρυζώσεις.