του Γιώργου Καγκουρίδη
– Απόψε φεύγουμε. Αμα μείνουμε θα μας εσκοτώσουνε. Ετοίμασε τα παιδιά. Μην αργείς.
– Να κλειδώσεις.
– Τι να κλειδώσω; Για να σπάσουνε τη πόρτα; Πάμε.
– Πού θα πάμε;
Εκρέμασε στο λαιμό του το σακουλάκι με το διαμάντι. Τόχε σουφρώσει απ’ το ορυχείο. Δε τόνε πήρανε χαμπάρι. Απάνου του στηριζόντανε. Αυτή η πέτρα είχε αξία. Οι άλλοι εκάνανε σα και τις να τσου βρούνε τέτοιες πέτρες. Είχε ακούσει που στο βορά δε σε σκοτώνανε. Είχανε λέει κάτι νόμους αυστηρούς. Ήταν’ ένας άλλος κόσμος. Δίκαιος, ασφαλής. Εκεί αγαπάγανε τη ζωή, ήτανε και πλούσιοι. Και δε ξεχωρίζανε μαύρους κι άσπρους. Εκάνανε χώρο σ’ όλους. Άλλοι ελέγανε που εκεί είναι χείρου και χειρότερα κι όποιος έφευγε δε ξαναγύριζε. Τόνε καταπίνανε κάτι μηχανές. Έτσι ήτανε; Δεν ήξερε. Αλλά εδώ να καθόντανε; Σε πολυβολούσανε γιατί έβηξες. Κι άμα δε σε σκοτώναν’ αυτοί θα σε σκοτώναν’ οι άλλοι. Εφύγανε. Τα μιτσά εκλαίγανε.
– Πρατείτε.
– Πεινάμε.
Με τα πολλά εφτάκανε κι οι τέσσερεις στη θάλασσα. Νερό πολύ. Τι ‘ναι τούτο δω; Άμα το περάσεις εσώθηκες τούπανε. Αλλά για να μπεις στο καράβι πρέπει να δώκεις. Έδωκε το διαμάντι. Εντάξει τούπανε. Τσου στοιβάξανε στ’ αμπάρι. Τον ένανε απάνου στον άλλονε. Ούτε νερό δεν είχανε να πιούνε. Εκεί, μπροστά σ’ όλους εκάνανε και την ανάγκη τους. Τσου βγάλανε σε κάτι βράχια. Ετρέξανε. Εχωθήκανε μέσα σε κάτι δέντρα. Εξαπλώσανε κατά γης να κοιμηθούνε. Έκανε κρύο. Το πρωΐ επήγανε παρά μέσα. Ήτανε κάτι σπίτια ωραία. Πέτρινα. Ένας τσου έκανε νοήματα. Εκατάλαβε. Να κόβουνε από τα δέντρα ήθελε. Το μεσημέρι τσούφερε φαΐ να φάνε. Τσου πήρε και σ’ ένα κάλυβα να κάτσουνε. Είχανε ένα χρόνο και να κοιμηθούνε έτσι. Καλά ήτανε. Τα δοράκινα εσώσανε αλλά του σκάλισε το κήπο και τούβαλε μπρος κάτι μαστοργιές. Αυτός ευχαριστήθηκε και μια μέρα τούδωκε κι ένα χαρτί χρωματιστό. Μάνι τούπε που είναι. Το φύλαξε. Φύλαξε κι άλλα. Έμαθε και να συνεννοείται. Είπε και στα μιτσά που δε πρέπει να βάνουνε το χέρι τους στη μπρίζα τση τηλεόρασης, μη σκοτωθούνε. Και να διαβάζουνε στο σκογειό.
– Στο παράδεισο σας ήφερα.
Επεράσανε τα χρόνια. Ενοικιάσανε σπίτι. Τα μιτσά τα παίρνανε τα γράμματα. Προβιβαζόντανε. Η τηλεόραση έλεγε που στη χώρα τους άλλαξε η κυβέρνηση με πραξικόπημα.
– Τι είναι το πραξικόπημα;
– Δεν ηξέρω. Κλείστηνε.
– Λέει που επνιγήκανε καμπόσοι στη Μεσόγειο.
– Αυτοί δε θάχανε διαμάντι.