«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
Κι αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου».
Σε όλη την Ελλάδα η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς γιορτάζεται με ξεχωριστό τρόπο.
Πολλά τα έθιμα κατά τόπους. Ένα έθιμο το πάντρεμα της φωτιάς , αλλού γίνεται παραμονή Χριστουγέννων, όπως στην Κεφαλλονιά, αλλού γίνεται τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, όπως σε πολλά σημεία της Ρούμελης, ιδιαίτερα στην ορεινή Δωρίδα και τη δυτική Φθιώτιδα. Στο τζάκι μπαίνουν δύο μεγάλα ισομερή ξύλα για να καίγονται εξ ίσου. Το τρίτο κούτσουρο είναι ο κουμπάρος. Μαγική πράξη ευγονίας!
Τη στιγμή που αλλάζει ο χρόνος, όποια ευχή ή κατάρα κάνει ο άνθρωπος, αυτή θα πραγματοποιηθεί. Το έθιμο αυτό σχετίζεται με την αρχαία λατρεία της Εστίας.
Από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της γιορτής της παραμονής είναι τα κάλαντα που τα λόγια τους διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Σε πολλές περιοχές μικροί και μεγάλοι μένουν ως αργά τη νύχτα με φανάρια και μουσική για να διώξουν τα «παγανά» αλλιώς καλικαντζάρους, ονομασία που δεν είναι άσχετη με τον παγανισμό. Τα κάλαντα περιλαμβάνουν το ιστορικό της γιορτής και συνεχίζουν με επαίνους προς τους αφεντάδες ή τους νοικοκυραίους του τόπου.
Τα αρχιχρονιάτικα κάλαντα που ακολουθούν είναι από το βιβλίο της
Μαρίας Λιουδάκι «Στου παππού τα γόνατα»:
************************
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει
Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν Άγιος Βασίλης.
« Άγιε Βασίλη, δέσποτα, τι σπέρνεις την ημέρα;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε,
Ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Μα κείνο μου το φάγανε λαγούδια και περδίκια.
Παίρνω το ντουφεκάκι μου, να πάω να τα σκοτώσω
Μήτε λαγούδια σκότωσα, μήτε περδίκια πιάνω.
Και θέρισα κι αλώνεψα όλα τα απομεινάρια,
Κι έκαμα χίλια αμέτρητα και χίλια μετρημένα,
Κι εκεί που τα απομέτρουνα, να κι ο Χριστός επέρνα.
Εκεί που στάθηκεν ο Θιός χρυσό βαγίν εβγήκε
Κι έχει στη μέση το σταυρό, στην άκρα το βαγγέλιο,
Και κάτω στους ριζίτες του μια κρουσταλλένια βρύση
Και κατεβαίναν τα πουλιά κι έβρεχαν τα φτερά τους
Κι έβρεχαν τον αφέντη μας, τον πολυχρονεμένο.
«Εσένα αφέντη, πρέπει σου καρέκλα να καθίζεις,
Η μια σου χέρα να μετρά κι η άλλη να δανείζει.
Και πάλι ξαναπρέπει σου κορόνα στο κεφάλι,
Για να σε προσκυνήσουν όλοι μικροί- μεγάλοι.»
Πολλά είπαμε αφέντη μας, ας πούμε της κεράς μας.
«Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά γαϊτανοφρύδα,
Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα,
Και κρυσταλλίδα του νερού και πάχνη από τα χιόνια,
Όταν σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου
Ο κόσμος ρόδα γέμισεν από την ομορφιά σου»
Πολλά είπαμε της κεράς, ας πούμε κα της κόρης.
«Κερά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
Μ’αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχια,
Γυρεύει και τη Βενετιά μ’ όλα της τα παλάτια.»
Πολλά είπαμε της κόρης, ας πούμε και του γιου σας.
«Κυρούλα μου το γιούκα σου γράμματα τον μαθαίνεις,
Τον έλουζες, τον χτένιζες και στο σχολειό τον πέμπεις.
Ο δάσκαλος τον έβαλε να του καλαναρχίσει
Και ξέφυγέ του το κερί κι έκαψε το χαρτί του
Κι έκαψε και τις κάλτσες του, τις μοσχοκεντημένες,
Όπου του τις κεντούσανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Η μια έβαζε τον πόθο της, η άλλη το μετάξι
Κι η Τρίτη, η καλύτερη τον ουρανό με τα’αάστρι»
Πολλά είπαμε του γιούκα σας, ας πούμε και της βάγιας:
«Απόψε, βαγίτσα το κερί ανέβα και κατέβα
Και κάθισε, λογάριασε το τι θα μας εφέρεις.
Φέρε καρύδια, κάστανα, πανέρια λεφτοκάρυα
Και βάλε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.»