της Ράνιας Τζεν
Έργο της ύστερης ωριμότητας του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, η «Φθινοπωρινή σονάτα» (1978) αναδεικνύει ένα μοναδικό ερμηνευτικό δίδυμο : ‘ Ινγκριντ Μπέργκμαν και Λίβ Ούλμαν σε ρόλο μάνας και κόρης που συναντιώνται μετά από επταετή αποξένωση.
Η κόρη, Λιβ Ούλμαν, καλεί τη μάνα της, Ινγκριντ Μπέργκμαν διάσημη πιανίστα, να την επισκεφθεί στο σπίτι που μένει με τον σύζυγό της, έναν εφημέριο, επιθυμώντας μια προσέγγιση. Η ταινία διαδραματίζεται στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού δίνοντας έμφαση στις εσωτερικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστριών του έργου, τις ενοχές, τα ψυχικά τραύματα, την αμηχανία και νευρικότητα μπροστά στην προσπάθεια εύρεσης σημείων ψυχικής επαφής ανάμεσα στη μάνα και κόρη.
Μέσα σ’ αυτήν την ασφυκτική ατμόσφαιρα του σπιτιού με τη βαριά ψυχολογική φόρτιση έρχεται το ταλέντο του διευθυντή φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ να δώσει υπέροχες πινελιές από τα μουντά φθινοπωρινά χρώματα, μπεζ ως το καφέ και χρυσοκίτρινο που χαρακτηρίζουν τη σκανδιναβική φθινοπωρινή φύση.
Η καίρια στιγμή του έργου που γίνεται και εμβληματική σκηνή της ταινίας είναι η ερμηνεία του Πρελούδιου Νο. 2 σε Λα ελάσσονα του Σοπέν από τις δύο πρωταγωνίστριες. Η κόρη επιχειρώντας να βρει ένα σημείο επαφής με τη μητέρα της ίσως και μίμησης και επιρροής, παίζει γιαυτήν το πρελούδιο του Σοπέν. Καταλαβαίνει όμως πως η ερμηνεία της δεν την άφησε ικανοποιημένη και απογοητεύεται. Ακολουθεί η ερμηνεία της ταλαντούχας μητέρας της, η οποία για πρώτη φορά δείχνει να σκύβει με μια τρυφερή διάθεση να διδάξει την κόρη της όχι την τεχνική, αλλά να την μυήσει πως θα αποκωδικοποιήσει τα συναισθήματα που εκφράζει ο Σοπέν σε αυτό το Πρελούδιο χωρίς να πέσει σε άνοστο συναισθηματισμό, εκδηλώνοντας έτσι μια διάθεση μετάνοιας και ελπίδα συγχώρεσης.