της Ράνιας Τζεν
Μοναδική εμπειρία αποτελεί κάθε φορά η επίσκεψή μας στο λόφο της Πνύκας. Εκεί στο τριβάθμητο λίθινο βήμα, όπου οι αρχαίοι Αθηναίοι συζητούσαν και ψήφιζαν.
Ιδανικό σημείο για στοχασμό και περίσκεψη.
Κάτω από το εκθαμβωτικό φως και μέσα στην αύρα του ιδιαίτερου αυτού μέρους, ας αναρωτηθούμε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, πώς μπορούμε να προσανατολιστούμε στην ιστορία και στην πολιτική;
Πως να κρίνουμε και να επιλέξουμε;
Ίσως μέσα από την κατανόηση του «ἔδοξεν τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ» να φθάσουμε στη «διαύγαση».
Σχετικά με την αρχαία δημοκρατία έγραψε ο Καστοριάδης, ότι «το αποφασιστικό… είναι η αμφισβήτηση του πατροπαράδοτου νόμου», ότι «έχουμε την πρώτη εμφάνιση κοινωνικής αυτονομίας με την έννοια ότι η κοινωνία αμφισβητεί τους ίδιους τους θεσμούς της-και αυτή η αναδιαμόρφωση του ίδιου της του νόμου γίνεται ρητά, σε συνάρτηση με δημόσια πολιτική δραστηριότητα, γίνεται «εν λόγω» και «διαλόγου», γίνεται δια της συζήτησης, της αντιπαράθεσης απόψεων και όχι δια της τυφλής βίας».
Διευκρινίζει ότι η αρχαία δημοκρατία δεν είναι ένα παγιωμένο πρότυπο, αλλά ένα παράδειγμα «διαρκούς πορείας προς τη δημοκρατία» και δημιουργικής αυτοδιαμόρφωσης της δημοκρατίας.
Εδώ έγκειται κατ’ εκείνον και το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας που επιτρέπει να ακούγονται πολλές φωνές και κάθε πολίτης έχει δυνατότητες να διατυπώνει και ως ένα βαθμό να επιβάλλει τη γνώμη του.
Η συμμετοχή αυτή υλοποιείται στην «εκκλησία του δήμου», στη συνέλευση του λαού που είναι η δρώσα και κυρίαρχη οντότητα. Όλοι οι πολίτες, και όχι κάποιοι αντιπρόσωποί τους, έχουν το δικαίωμα να παίρνουν το λόγο στην «εκκλησία», αυτό είναι η «ισηγορία», οι φωνές τους έχουν το ίδιο βάρος, αυτό είναι η «ισοψηφία» και τέλος επιβάλλεται σ᾽ όλους η ηθική υποχρέωση να μιλούν με πλήρη ειλικρίνεια, αυτό είναι η «παρρησία».
Η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή το σύνολο των πολιτών, βοηθούμενη από τη Βουλή νομοθετεί και κυβερνά- αυτό είναι πραγματική Δημοκρατία.
Γιατί άραγε το απλό γεγονός του “κρίνειν και επιλέγειν” έγινε για πρώτη φορά πραγματικό και δυνατό σ’ αυτόν τον τόπο και πουθενά αλλού;
Ο Καστοριάδης, στο «Χώροι του Ανθρώπου», παίρνει τα τρία ερωτήματα του Καντ συνοψίζοντας τα ενδιαφέροντα του Ανθρώπου:
«Τι μπορώ να γνωρίσω, τι πρέπει να κάνω, τι μου επιτρέπεται να ελπίζω;»
Σχετικά με τα δύο πρώτα ερωτήματα, ο Καστοριάδης μας ενημερώνει ότι η ατέλειωτη συζήτηση αρχίζει στην Ελλάδα, αλλά δεν υπάρχει «ελληνική απάντηση».
Στο τρίτο ερώτημα «τι μου επιτρέπεται να ελπίζω» υπάρχει μια σαφής και ελληνική απάντηση: ένα ηχηρό ΤΙΠΟΤΑ.
Ο Έλληνας της προκλασικής και της κλασικής εποχής δεν ελπίζει σε τίποτε μελλοντικό, και για να το εξηγήσει αυτό ο Καστοριάδης μας υπενθυμίζει το μύθο της Πανδώρας.
Όταν η Πανδώρα άνοιξε το κουτί όλα τα κακά που ήταν μέσα ξεχύθηκαν πλην της Ελπίδας. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Ελπίδα ήταν και αυτή κακό εφόσον ήταν κλεισμένη στο ίδιο κουτί. Αλλά έτσι κι αλλιώς εφόσον παρέμεινε μέσα στο κουτί κλεισμένη, ήταν μακριά από τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι της προκλασικής και κλασικής Ελλάδας δεν ελπίζουν σε κάτι μελλοντικό και καλύτερο , έτσι είναι ελεύθεροι να δρουν και να σκέφτονται μέσα σ’ αυτόν τον παρόντα, μοναδικό και χειροπιαστό κόσμο.
Είναι αυτεξούσιοι και αποφασίζουν μόνοι τους για τη ζωή.
Πόσο καλά το κατανόησε αυτό Νίκος Καζαντζάκης!:
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος»