από τη “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη” του Νικηφόρου Βρεττάκου
“Είναι εύνοια να γεννιέται κανείς,
Έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου…
Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως, κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.
Και φτιάχναν παντού νησάκια του έθνους, που ξεχώριζαν εύκολα, απ’ το ένα σημείο τους που ήταν το φως….
Όλα μαζί ήταν το έθνος.
Πώς πεθαίνει ένα έθνος;
Πώς πεθαίνει ένα έθνος, όταν όλες οι θύελλες καταιγίζονται απάνω του, δίχως να βρίσκουν το σώμα του;
Πώς πεθαίνει όταν όλα είναι το έθνος; …
Ούκ Εάλω η ρίζα!
Ούκ εάλω το Φως !
Ενυπάρχει στο φως η ψυχή σου,στη ρίζα το σώμα σου.