της Μαρίνας Κουρμπέλα
Τους είδα να κάνουν βουτιά από το καΐκι που ήταν αραγμένο σε αρκετή απόσταση από την παραλία. Δύο ήταν.
Τι να είναι, σκέφτηκα και τους παρατηρούσα καθώς κολυμπούσαν προς το μέρος μας. Μεγάλη απόσταση, και αναρωτιόμουν, πόσο θα κολυμπήσουν.
Σε κάποια στιγμή είδα μόνο έναν άνθρωπο. Όσο μπορούσα να διακρίνω, ό άλλος δε φαινόταν πουθενά. Ίσως να έκανε μακροβούτι, η να ψάρευε με ψαροντούφεκο.
Όταν ξαναφάνηκε είδα και τους δύο ανθρώπους να κολυμπούν κοντά, κοντά.
Ο Ήλιος έψηνε, αυτοί κολυμπούσαν αργά και κάθε τόσο ο ένας χανόταν για λίγο και μετά ξανάβγαινε στην επιφάνεια.
Ωστόσο, ήθελα να δω αν σκοπεύουν να κολυμπήσουν μέχρι την παραλία, και τέλος πάντων τι ήταν αυτοί οι δεινοί κολυμβητές. Έλληνες, από άλλη χώρα, τί.
Δίπλα, ένας απόδημος Έλληνας, με τη σύντροφό του παραπονιόταν για τη ζέστη, και έπινε συνέχεια αναψυκτικά.
Οι δύο κολυμβητές, πότε μαζί, πότε ο ένας να χάνεται και μετά οι δύο να γίνονται, ένας, όλο και πλησίαζαν προς την παραλία.
Όταν πλησίασαν αρκετά, τους ξεχώρισα. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Αυτός που έκανε τις βουτιές, ήταν ο άντρας. Μόλις έβγαινε στην επιφάνεια, πλησίαζε τη γυναίκα πολύ κοντά, τόσο, που οι δύο φαίνονταν ένας άνθρωπος, και τη φιλούσε ξανά και ξανά.
Γέλασα. Ήταν μια ωραία εικόνα!
Όταν πλησίασαν αρκετά σταμάτησαν τα φιλιά. Ο άντρας έδωσε το χέρι στη γυναίκα, βγήκαν στην παραλία, και ξαφνικά, από το πουθενά, ένα τσούρμο παιδιά, μικρούτσικα, μικρά, μεγαλύτερα όρμησαν πάνω τους φωνάζοντας Παππού, Γιαγιά, κολυμπήσατε το πολύ δρόμο! Τόσο πολύ! Μια ώρα και. Τόσο πολύ! Μπράβο Παππού! Γιαγιά, μπράβο!
δημοσιευμένο στο pelazkarabo.blogspot.com
Η Μαρίνα Κουρμπέλα είναι δημοσιογράφος ειδικευμένη στα Ευρωπαϊκά – διεθνή θέματα