της Μαρίνας Κουρμπέλα
Μια φορά, μου λέει η Θεια Ορμήνεια, ήρθε στο σπίτι, κλαίγοντας, κάποια κυρία, γνωστή και σε σένα.
Γιατί κλαις, τη ρώτησα , βλέποντάς τη να προσπαθεί να κρύψει τα δακρυά της με την ανάστροφη του χεριού της
Θέλω να με βοηθήσετε!
Ναί,
Τόσα χρόνια ζούμε μαζί, και μόλις τον βλέπω που γυρίζει σπίτι, η τον συναντάω έξω για να πάμε κάπου, γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα. Πολύ δύσκολα τα συγκρατώ για να σταματήσουν εκεί. Καταλαβαίνετε;
Περίπου!
Να, ο άντρας μου και εγώ παντρευτήκαμε με αγάπη, Αλλά από την πρώτη κιόλας ημέρα, συμβαίνει αυτό που σας είπα.
Συγκίνηση!
Ναι. Ακριβώς, Το έχει καταλάβει, και μόλις βλέπει πως βουρκώνω, απλώνει τα χέρια του στους ώμους μου, και λέει πάμε σπίτι μας να τα πούμε.
Και πιάνετε κουβεντούλα.
Όχι. Μόλις μπαίνουμε στο σπίτι μας, κάθε φορά, δε λέμε τίποτα για αυτό που μου συμβαίνει. Τίποτα. Κάθε φορά! Τι να κάνω; Ήρθα να με βοηθήσετε.
Την κοίταζα χαμογελώντας. Ήταν τόσο ωραία όσα μου έλεγε! Θα συνεχίσεις, έτσι της είπα. Μη διακόψεις αυτή τη συγκίνηση. Είναι συγκίνηση αγάπης, που σε ξεπερνά, Να χαίρεσαι! Συμβαίνει και σε μένα. Ακόμη και τώρα, που έχω μεγάλα εγγόνια! Όταν τον κοιτάζω, βουρκώνω!
Το όμορφο, όμως εδώ, είναι και κάτι άλλο. Νομίζω, ότι του αρέσει. Δε μου λέει τίποτα. Που και που χαμογελάει και το βλέμμα του έχει μια λαμπυρίζουσα, παιδική πονηριά. Προσποιείται πως δεν καταλαβαίνει. Μετά, όμως από τέτοιες στιγμές είναι πιο χαρούμενος και το δικαιολογεί με διάφορα.
Δηλαδή, λέτε να το αφήσω έτσι;
Ναι!
Και πως μπορώ να το εξηγήσω, έστω και για μένα; Να γνωρίζω τι είναι αυτή η συγκίνηση.
Δε χρειάζεται να το εξηγήσεις. Άφησέ το έτσι!
Από τη σειρά “Η άλλη μορφή της ζωής“