του Γιώργου Καγκουρίδη

Φωτ.: Δεκαετία1960; Αβράμη. Αφών Καγκουρίδη
Δίπλα στο τοίχο του Οβρέϊκου είχε βγει μια αθανασιά. Δε τήνε πειράζαμε γιατί είχε φαρμακωμέν’ αγκάθια. Επερνούσαμ’ από δίπλα. Μια φορά ο Γιάκωβος επάτησε ένα ξερό που είχε πέσει και του καρφώθηκε το αγκάθι στη πατούσα. Εκάτσαμε να του το βγάλουμε, ένα αγκάθι να!, και μετά του το πλύναμε στη βρύση του Απολλυμαντήργιου. Επόνουνε. Αμιά κι αυτός όλο ξυπόλητος εγύρνουνε. Κι εμείς, παναπεί, ξυπόλητοι εγυρνούσαμε αλλά επροσέχαμε. Είχαμε και κάτι πατούσες σα σιόλες. Τα γαϊδουράγκαθα ούτε που τα ακούαμε. Συντριβόντανε στη κλώδα τση πατούσας.
Παπούτσια το καλοκαίρι δε φορούσαμε. Τα χειμωνιάτικα εβάναμε άμα μας εκατεβάζανε τη Χώρα. Με σοσόνια άσπρα. Και μας εφωνάζανε να μη κάνουμε σα γαϊδάροι, σαν ανθρώποι να κάνουμε.
– Μάμα, γιατί τα παιδιά δε γεννιόνται με παπούτσια;
– Αυτά λέτε με τσου αλλουνούς στη γειτονιά;
– Του Γιάκωβου του εμπήκε το αγκάθι τση αθανασιάς. Δεν είχε παπούτσια.
– Και;
– Επόνουνε. Του το πλύναμε στη βρύση κι ένας που επέρασε, ο Δασκαλόπουλος ο δικαστής, μας είπε να τόνε πάρουμε στο Γιατρείο μη πάθει καμία μόλυνση, μας είπε. Να τόνε πάρουμε;
– Δεν έχει ανάγκη αυτός!
– Γιατί την αθανασιά τήνε λένε αθανασιά;
– Γιατί δε πεθαίνει. Μόνο άμα κάμει ανθό. Μετά πεθαίνει.
– Και πως είναι το άνθι τση;
– Ψηλό.
Άνθισε κάποτες η αθανασιά. Έβγαλε ένα ψηλό κορμό με κάτι μπράτσα που στην άκρη τους είχανε το λουλούδι. Κάπου οχτώ με δέκα μέτρα μπόϊ. Τήνε χαζεύαμε μέχρι που ξεράθηκε. Έβγαλε όμως κουλούκια στη ρίζα της. Τόπαμε του δασκάλου.
– Παραφυάδες λέγονται.
– Και πως επέθανε κοτζαμάν δέντρο;
– Άνθισε. Εκπλήρωσε την αποστολή του. Δεν είναι σα και τσι εγιές που είναι απέθαντες κι οι ανθρώποι τσι κόβουνε για να κάμουνε ξενοδοχεία. Δεν είχε άλλο λόγο ύπαρξης η αθανασιά. Διαιώνισε το είδος της κι η Φύση τήνε πήρε πίσω. Έτσι γένεται με όλα τα ζωντανά του κόσμου.
– Και με τσ’ ανθρώπους;
– Και με τσ’ ανθρώπους. Όλα ένα μικρό κύκλο κάνουνε και φεύγουνε. Κι έρχονται τα καμάργια τσου να διορθώσουνε τα προηγούμενα καταστέματα. Εξόν κι αν είναι σα και σας που θα τα κάμετε όλα Γης Μαριάμ. Κι έτσι τα πάντα όλα είν’ αθάνατα. Σα την αθανασιά.
– Εδιάβασα στον Ελευθερουδάκη που απ’ αυτήνε στο Μεξικό κάνουν’ ένα ποτό, τη τεκίλα.
– Σωστά. Έχει μέσα του μπόλικη αθανασιά. Το πίνεις και νοιώθεις αθάνατος.
– Εσείς έχετε πιει;
– Όχι, δε το φέρνουνε στη Χώρα μας. Είναι είδος πολυτελείας και δεν εισάγεται. Εμείς έχουμε τ’ αμπέγια μας που κι αυτά αθάνατο σε κάνουνε.
– Ο πατέρας μου πίνει κακοτρύγη λευκιμιώτικο αλλά εμένανε δε μου δίνει. Είναι, λέει, μόνο για τσου μεγάλους.
– Από πού το παίρνει;
– Του το φέρνει η Γαλανή όταν μπαίνει τη Χώρα.
– Θα πάω να τον έβρω το πατέρα σου. Έχει η Γαλανή κακοτρύγη; Θα πάω να μου πει. Ο κακοτρύγης σα την αθανασιά είναι. Άναμα. Και νεκρούς ανασταίνει. Και χωρίς αγκάθια.